- ἐτώσιος
- ἐτώσιος, ον, vergeblich, ohne Erfolg, ohne Wirkung, von dem vergeblich abgeschossenen Pfeil; ἐτώσιον ἄχϑος ἀρούρης, eine unnütze Last der Erde
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ετώσιος — ἐτώσιος, ον (Α) (επικ. επίθ.) 1. μάταιος, άσκοπος («βέλος ὠκὺ ἐτώσιον ἔκφυγε χειρός», Ομ. Ιλ.) 2. ανωφελής, άχρηστος, περιττός («σὺ δ ἐτώσια πόλλ ἀγορεύσεις», Ησίοδ.) 3. αυτός που δεν έχει φθάσει εις πέρας, ανεκτέλεστος, ατέλειωτος («τὸ δ ἔργον… … Dictionary of Greek
ἐτώσιος — to no purpose masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐτωσίως — ἐτώσιος to no purpose adverbial ἐτώσιος to no purpose masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐτώσιον — ἐτώσιος to no purpose masc/fem acc sg ἐτώσιος to no purpose neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐτωσίου — ἐτώσιος to no purpose masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐτώσια — ἐτώσιος to no purpose neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αετώσιος — ἀετώσιος, ον (Α) αντί τού ἐτώσιος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ προθ. + ἐτώσιος] … Dictionary of Greek
ετωσιοεργός — ἐτωσιοεργός, όν (Α) αυτός που εργάζεται μάταια, άσκοπα ή νωθρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετώσιος «μάταιος» + εργος (< έργο), πρβλ. αγαθο εργός, εν εργός] … Dictionary of Greek
ετός — Χρονικό διάστημα το οποίο χρειάζεται η Γη για να συμπληρώσει μία περιφορά γύρω από τον Ήλιο. Κατά το διάστημα αυτής της περιφοράς, η Γη εκτελεί 366 ολόκληρες περιστροφές –και ένα μέρος– γύρω στον άξονά της. Αν λάβουμε υπόψη τις διαδοχικές… … Dictionary of Greek
πανετώσιος — ον, Α ο εντελώς μάταιος, ο χωρίς αποτέλεσμα, ανώφελος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἐτώσιος «μάταιος»] … Dictionary of Greek
περιώσιος — και αιολ. τ. περώσιος, ον, Α 1. άπειρος, πολυπληθής (α. «περιώσια χρήματα», Σόλ. β. «περιώσια φῡλα», Απολλ. Ροδ.) 2. σπάνιος 3. (το ουδ. εν. και πληθ. ως επίρρ.) περιώσιον και περιώσια υπέρμετρα, υπερβολικά 4. φρ. «περιώσιον ἄλλων» περισσότερο… … Dictionary of Greek